- προκριματικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή συντελεί ή αποβλέπει στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης2. φρ. α) «προκριματικοί αγώνες»(αθλ.) αγώνες που γίνονται προκαταρκτικά για την ανάδειξη εκείνων που πρόκειται να συμμετάσχουν στους τελικούςβ) «προκριματική αγωγή»(νομ.) αγωγή που ρυθμίζει ένα ζήτημα με προσωρινή απόφαση πριν από την έκδοση τής τελικήςγ) «προκριματική εκλογή» — η διαδικασία διορισμού υποψηφίων ενός κόμματος οι οποίοι θα αγωνιστούν για την τελική εκλογή τους σε δημόσιο αξίωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόκριμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Κ. Α. Κυπριάδη].
Dictionary of Greek. 2013.