προκριματικός

προκριματικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή συντελεί ή αποβλέπει στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης
2. φρ. α) «προκριματικοί αγώνες»
(αθλ.) αγώνες που γίνονται προκαταρκτικά για την ανάδειξη εκείνων που πρόκειται να συμμετάσχουν στους τελικούς
β) «προκριματική αγωγή»
(νομ.) αγωγή που ρυθμίζει ένα ζήτημα με προσωρινή απόφαση πριν από την έκδοση τής τελικής
γ) «προκριματική εκλογή» — η διαδικασία διορισμού υποψηφίων ενός κόμματος οι οποίοι θα αγωνιστούν για την τελική εκλογή τους σε δημόσιο αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόκριμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Κ. Α. Κυπριάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προκριματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή συντελεί στο σχηματισμό προκαταρκτικής γνώμης, κρίσης: Προκριματικοί αγώνες. 2. (νομ.), αυτός που ρυθμίζει προσωρινά κάποιο ζήτημα, προδικαστικός: Προκριματική αγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προδικαστικός — ή, ό, Ν [προδικασία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προδικασία 2. φρ. α) «προδικαστική απόφαση» (νομ.) μη οριστική απόφαση που εκδίδεται πριν από την οριστική και με την οποία το δικαστήριο τάσσει στους διαδίκους αποδείξεις τών εκατέρωθεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”